- αλλάκτης
- ο (Α ἀλλάκτης) [ἀλλάζω]1. αυτός που ανταλλάσσει κάτι με άλλο, αυτός που πραγματοποιεί ανταλλαγή πραγμάτων (ιδιαίτερα νομισμάτων) με άλλα2. που έχει με άλλον εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες3. (για μηχανήματα) μετατροπέας, μετασχηματιστής.
Dictionary of Greek. 2013.